υπόφαιος

υπόφαιος
η , ο [ος , ον ] сероватый, пепельный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπόφαιος" в других словарях:

  • υπόφαιος — η, ο / ὑπόφαιος, ον, ΝΜΑ [φαιός] ο κάπως φαιός, γκριζωπός …   Dictionary of Greek

  • ὑπόφαιον — ὑπόφαιος somewhat grey masc/fem acc sg ὑπόφαιος somewhat grey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»